- τιμητικώς
- τιμητικῶς ΝΜΑ, και τιμητικά Νβλ. τιμητικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τιμητικῶς — τῑμητικῶς , τιμητικός estimating adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμητικός — ή, ό / τιμητικός, ή, όν, ΝΜΑ [τιμητής] 1. (για πρόσ.) αυτός που παρέχει, που αποδίδει τιμή σε κάποιον (α. «τιμητική φρουρά» β. «τιμητικὸς... τῶν καθηγησαμένων», Πλούτ.) 2. αυτός που δηλώνει τιμή, που φανερώνει εκτίμηση σε κάποιον (α. «τιμητικός… … Dictionary of Greek
честно — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (ἐνδόξως, τιμητικῶς, ἀξίως, ἐντίμως) с почтением, с честью,… … Словарь церковнославянского языка
Μπαλμπόα, Βάσκο Νούνιεθ ντε- — (Vasco Nuρez de Balboa, Χερέθ ντε λος Καμπαγιέρος, Εστρεμαδούρα περ. 1475 – Άκλα 1517). Ισπανός κονκισταδόρ και διοικητής της ισπανικής αποικίας Καστίγια ντελ Όρο. Όταν πληροφορήθηκε από τους ιθαγενείς την ύπαρξη μιας μεγάλης θάλασσας πέρα από… … Dictionary of Greek